Το Λιγουριό στα χρόνια της Βενετοκρατίας ( 1686 – 1715) (video).
Ακολουθεί η ομιλία της Κας Ευτυχίας Λιάτα και τα link με τα video από την εκδήλωση, που διεξήχθη στις 12 Οκτωβρίου στο Λυγουριό.
1. Το ιστορικό πλαίσιο
Μετά την 4η σταυροφορία (1204) και την πτώση της Κωνσταντινούπολης, άρχισε ο κατακερματισμός της βυζαντινής αυτοκρατορίας ανάμεσα σε λατίνους και βενετούς σταυροφόρους.
Τότε παραχωρήθηκε στους βενετούς απ’ ολόκληρο τον Μοριά η Μεθώνη και η Κορώνη, ενώ το Άργος, το Ναύπλιο, και ο Δαμαλάς (Τροιζήνα) προσαρτήθηκαν στο λατινικό δουκάτο της Αθήνας. Έτσι, το Ναύπλιο βρέθηκε υπό την κυριαρχία διαφόρων λατίνων ηγεμόνων (Γάλλων, Σικελών, Καταλανών) για δύο περίπου αιώνες. Προς τα τέλη του 14ου αιώνα δούκισσα του φράγκικου κρατιδίου της Αθήνας ήταν μια γυναίκα, η γαλλίδα Μαρία ντ’ Ενγκιέν, η οποία είχε παντρευτεί τον βενετό ευγενή Πέτρο Κορνάρο και μαζί συνδιοικούσαν την περιοχή. Το 1388 όμως ο Κορνάρος πέθανε και η Μαρία, αδυνατώντας ίσως ή μη επιθυμώντας να ασκήσει τα διοικητικά της καθήκοντα ήρθε σε συμφωνία με τον δόγη της Βενετίας (Ανδρέα Κορνάρο) και του εκχώρησε το Ναύπλιο έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων, δηλαδή πούλησε την κτήση της στους βενετούς. Έτσι, στα 1388 το Ναύπλιο και η περιοχή του πέρασε από τη γαλλική στη βενετική κυριαρχία και από τότε χρονολογείται έναρξη της πρώτης βενετοκρατίας, η οποία θα διαρκέσει περίπου 150 χρόνια έως το 1540.
Το 1540 όμως, και αφού στο μεταξύ έχουν προηγηθεί τρεις βενετοτουρκικοί πόλεμοι, οι οθωμανοί θα καταφέρουν να νικήσουν και να εκδιώξουν τους βενετούς, κατακτώντας όλη την Πελοπόννησο.
Τ’ Ανάπλι καταλαμβάνεται από τους τούρκους τον Οκτώβριο του 1540 και ορίζεται ως η πρωτεύουσα του σαντζακίου όλου του Μοριά, όπου έχει και την έδρα του ο τούρκος διοικητής, ο Μόρα Βαλεσή. Η πρώτη αυτή τουρκοκρατία θα διαρκέσει έως το 1686.
Όμως, η Βενετία, μολονότι ηττημένη και έχοντας χάσει την παλιά της δόξα, δεν έχει παραιτηθεί από το όνειρό της να ανακτήσει τον Μοριά· και για να το πετύχει αυτό, το 1684 θα συμμαχήσει με τις δυνάμεις του Πάπα, τους ιππότες της Μάλτας και τις δυνάμεις του Λιβόρνο, και όλοι μαζί θα ξεκινήσουν εκστρατεία για την ανακατάληψη της Πελοποννήσου· η επιχείρηση θα στεφθεί με επιτυχία.
Οι πόλεις και τα κάστρα του Μοριά το ένα μετά το άλλο πέφτουν στα χέρια των Βενετών. Τελευταίο τ’ Ανάπλι· ύστερα από δεκαήμερη αντίσταση θα αναγκαστεί να συνθηκολογήσει την 1 Σεπτεμβρίου του 1686. Και οι βενετοί θα επιλέξουν το Ναύπλιο ως την έδρα του βενετού διοικητή και θα καταστήσουν την πόλη πρωτεύουσα όλης της πελοποννησιακής κτήσης τους, του Regno di Morea, δηλαδή του Βασιλείου του Μοριά.
Η δεύτερη αυτή βενετοκρατία θα είναι βραχύβια και θα διαρκέσει μόλις 30 χρόνια, καθώς το 1715 οι τούρκοι θα ξεκινήσουν νέο πόλεμο για την ανακατάληψη της παλιάς τους κτήσης. Τ’ Ανάπλι ύστερα από σθεναρή αντίσταση πολλών ημερών θα πέσει στα χέρια των τούρκων στις 9 Ιουλίου του 1715, και θα μείνει υπό οθωμανική κατοχή έως την Επανάσταση του 1821, δηλαδή περισσότερο από έναν αιώνα.
Αυτό είναι το σύντομο ιστορικό περίγραμμα του Ναυπλίου και συνακόλουθα της ευρύτερης περιοχής του – στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το Λιγουριό –, η εναλλαγή δηλαδή βενετών και τούρκων κυριάρχων για πέντε και πλέον αιώνες έως την ίδρυση του ελληνικού κράτους.
Ας δούμε όμως τώρα μερικά βασικά στοιχεία διακυβέρνησης των βενετών στη δεύτερη αυτή περίοδο παρουσίας τους στο Μοριά, που είναι και το αντικείμενο αυτής της παρουσίασης.
Το νικηφόρο για τους βενετούς τέλος του πολέμου του 1686 θα αφήσει τον τόπο με μεγάλες καταστροφές: κτήρια γκρεμισμένα, γη ρημαγμένη, χωριά άδεια από ανθρώπους, καθώς πολλοί σκοτώθηκαν, άλλοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν για να γλιτώσουν, και μεγάλος αριθμός οδηγήθηκαν από τους τούρκους στην αιχμαλωσία.
Πρωταρχικό μέλημα, λοιπόν, των βενετών θα είναι ο εποικισμός της Πελοποννήσου με πληθυσμό μεταφερόμενο από τις γύρω τουρκοκρατούμενες περιοχές. Από τους πρώτους κιόλας μήνες της κατάκτησης καράβια βενετσιάνικα φτάνουν στο λιμάνι τ’ Αναπλιού μεταφέροντας πρόσφυγες κυρίως από την Αθήνα, αλλά και από τη Θήβα, την Εύβοια κι άλλες γειτονικές περιοχές. Τους έποικους αυτούς οι βενετοί διασκορπίζουν κι εγκαθιστούν σε διάφορες πόλεις του Μοριά, κυρίως όμως στο Ναύπλιο.
Σ’ αυτή την πόλη, κέντρο διοίκησής τους, οι νέοι κυρίαρχοι στις άμεσες προτεραιότητες της διακυβέρνησής τους θα θέσουν την ενίσχυση των αμυντικών έργων καθώς και την ανοικοδόμηση των κτηρίων, τα οποία είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές. Παράλληλα θα φροντίσουν και για την άμεση αξιοποίηση της εγκαταλελειμμένης αγροτικής ενδοχώρας, την καταγραφή των πλουτοπαραγωγικών πηγών του τόπου, και συγχρόνως την απογραφή του ανθρώπινου δυναμικού.
Θα ξεκινήσει, λοιπόν, από συνεργεία εξειδικευμένων βενετών μηχανικών, τοπογράφων και σχεδιαστών, και με τη συνεργασία ντόπιων κατοίκων, η τμηματική αποτύπωση του χώρου και η καταγραφή έγγειων αγαθών και ανθρώπων. Η προσπάθεια δεν θα προλάβει να ολοκληρωθεί παρά μόνο για την περιοχή της Βοστίτσας, δηλαδή του Αιγείου-Πάτρας, του Ναυπλίου και ενός τμήματος μόνο της περιοχής της Τρίπολης. Έτσι, λοιπόν, προέκυψε το Catastico Particolare di Napoli di Romania, δηλαδή το βενετσιάνικο αναλυτικό κτηματολόγιο του Ναυπλίου, που ολοκληρώθηκε το 1704.
Για αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση οι βενετοί διαίρεσαν το Μοριά σε 4 μεγάλες διοικητικές περιφέρειες (provincie): Ρομανίας (δηλαδή Ναυπλίας), Αχαΐας, Λακωνίας και Μεσσηνίας και σε 24 μικρότερες περιοχές, τα τεριτόρια – επαρχίες θα τις λέγαμε σήμερα. Το τεριτόριο του Ναυπλίου ήταν ένα από τα 7 τεριτόρια της Ρομανίας και καταλάμβανε μια περιοχή περίπου στα όρια της σημερινής επαρχίας Ναυπλίας αλλά ευρύτερη, καθώς συμπεριλάμβανε και την Ερμιονίδα. Στο τεριτόριο του Ναυπλίου υπάγονταν 29 χωριά (ville χαρακτηρίζονται στο κατάστιχο) , μεταξύ των οποίων και το Λιγουριό.
Κι έτσι φτάνουμε στο κυρίως θέμα μας, που είναι η παρουσίαση του Λιγουριού και της περιοχής του κατά τη δεύτερη βενετοκρατία, και πιο συγκεκριμένα στις αρχές του 18ου αιώνα, περί το 1704.
2. Το κτηματολόγιο (αναλυτικό κατάστιχο) του Λιγουριού
Στο γενικό κτηματολόγιο του τεριτορίου Ναυπλίου καταγράφονται αναλυτικά τα 29 χωριά, καθένα με την ευρύτερη περιοχή του, οριοθετημένη και σχεδιασμένη από τους βενετούς σε ξεχωριστό τοπογραφικό χάρτη.
Στο τοπογραφικό σχέδιο του Ligoriò – Bulimeti και των δύο ακατοίκητων ζευγολατιών Piri και Coroni (αναπτύσσεται σε 10 φύλλα και 6 πτυσσόμενα σχέδια) αποτυπώνονται τα όρια της σημερινής περίπου κοινότητας του Λιγουριού και ορίζονται ως εξής: βόρεια το σύνορο ξεκινάει από το Παλιό Λιγουριό και, συνορεύοντας με το γειτονικό τεριτόριο της Κορίνθου, κατεβαίνει στο Σπιλιωτήρι (sic), πάει στα Δεντρά, συνεχίζει στη Μαύρη Λάκκα και στον Άγιο Ηλία, απ’ όπου συνορεύοντας με τις κτήσεις της Μονής Αγίου Δημητρίου στο Ξηροκάστελο, φτάνει δυτικά στη Μακελαρία, στο Φονίσκο και στο Μαυροβούνι, απ’ όπου προχωρώντας φτάνει στο Αδάμι και συνεχίζει στην Αλογόμαντρα, στο Θρονί και στο Βουνό Ipla (sic), απ’ όπου στρίβοντας ανατολικά επιστρέφει στο Παλιό Λιγουριό και συναντάει ξανά στο βοριά το τεριτόριο της Κορίνθου.
Η συνολική έκταση της περιοχής αυτής είναι : 19.189 στρ. βεν. 29.000 ⸟ σημερινά στρέμματα, υπολογίζοντας το 1 βεν. στρ. ίσο περίπου προς 1,5 σημ. στρέμματα). Στη συνέχεια οι αναφορές στην έκταση γίνονται μόνο με αναγωγή σε σημερινά στρέμματα, για καλύτερη κατανόηση των μεγεθών.
Από τα 29.000 συνολικά στρέμματα όλης της περιοχής του Λιγουριού
Η καλλιεργήσιμη γη είναι : 10.400 (36% του συνόλου)
Η ακαλλιέργητη αλλά δυνάμενη να καλλιεργηθεί : 1.500 (5.20% )
Οι βοσκότοποι σε ορεινές περιοχές : 10.600 (37% )
Τα αμπέλια μόλις : 685 (2,4% )
Άγονα και βραχώδη, ακατάλληλα για καλλιέργεια : 5.650 ( 19,5%)
Τη γόνιμη γη, τα περίπου 11.900 στρέμ. (χωράφια κι αμπέλια), οι βενετοί την εκχώρησαν, με διάφορες αγροληπτικές μορφές ενοικίασης (affittanza, livello, concessione, beneprobatum, diploma) και για διαφορετικά χρονικά διαστήματα, για καλλιέργεια σε ντόπιους και ξένους έποικους, κατανέμοντάς την σε 676 άνισα και ανομοιόμορφα αγροτεμάχια, ( 12.033 στρ. σημ.) και σε 402 επίσης άνισους κλήρους αμπελιών (685 στρ. σημ. )· συνολικά, δηλαδή, σε 1.078 κλήρους αμπελοχώραφα, γη που αποτελεί το 45%, σχεδόν το μισό της συνολικής έκτασης της περιοχής του Λιγουριού· ένα μικρό τμήμα της αξιοποιήσιμης γης έμεινε αδιάθετο ως δημόσιες γαίες.
Στο κατάστιχο καταγράφονται ονομαστικά 202 ιδιώτες (αρχηγοί οικογενειών ή μεμονωμένα άτομα ), 5 Μονές (Αγνάντα, Αγ. Δημήτριος Αυγού, Αγ. Μερκούριος, Αγία Σωτήρα, Ταξιάρχης) και ανώνυμα 3 ομάδες ξένων εποίκων από Εύβοια, Αθήνα και Χέλι· συνολικά, δηλαδή, στο κατάστιχο περιέχονται 210 μερίδες κατόχων γης.
Πως γίνεται η καταγραφή;
Προηγείται ένας κατάλογος από το 1 έως το 1.029, που χαρακτηρίζει τα αγροτεμάχια που παραχωρήθηκαν και δίπλα σε κάθε αριθμό το όνομα του νέου κατόχου. Στη συνέχεια ακολουθεί αλφαβητικά ονομαστικός κατάλογος με αναλυτική καταγραφή της κτηματικής περιουσίας κάθε κατόχου· δηλαδή κάτω από κάθε όνομα σημειώνεται το είδος του εκχωρούμενου αγαθού, πρώτα τα χωράφια και από κάτω τα αμπέλια, με μπροστά έναν αριθμό, που παραπέμπει σε αντίστοιχο αριθμό στο τοπογραφικό σχέδιο της περιοχής, και δίπλα σημειώνεται η ακριβής έκταση του αγαθού στο βενετσιάνικο μετρικό σύστημα.
Ας δούμε ένα παράδειγμα :
Στον Andrea Varsamo εκχωρούνται 5 χωράφια συνολικής έκτασης 14 βεν. στρ., που στο τοπογραφικό σχέδιο έχουν τους αριθμούς 403, 435, 441, 452, 460, και 2 αμπέλια συνολικής έκτασης 3 βεν. στρ. με τους αριθμούς 820 και 908, όλα, όπως διαπιστώνουμε, σε διαφορετικές τοποθεσίες και όχι γειτονικά μεταξύ τους.
3. Κτίσματα – άλλα έγγεια αγαθά
Είπαμε ότι οι βενετοί κατέγραψαν τα πάντα στα κατάστιχα αυτά για λόγους διοικητικούς, αλλά και για την γνώση των προς φορολόγηση αγαθών. Έτσι, λοιπόν, στην περιοχή του Λιγουριού αναφέρεται ότι υπάρχουν συνολικά, δίχως αναλυτική μνεία στα ονόματα των κατόχων τους, τα ακόλουθα:
Κτίσματα
Σπίτια κεραμοσκεπή : 150
Σπίτια αχυροσκεπή (με ψάθα) : 206
Εκκλησίες σε καλή κατάσταση : 4
Εκκλησίες κατεστραμμένες : 6
Πύργος : 1
Δημόσια κτήρια κεραμοσκεπή :19
Νερόμυλοι δημόσιοι : 2 (για το άλεσμα των σιτηρών)
Βρύσες : 2
Πηγάδια : 7
Σημειώνει ακόμη ο βενετός τοπογράφος ότι υπάρχουν ίχνη (υπολείμματα τα χαρακτηρίζει) ενός θεάτρου και «άλλα αρχαία οικοδομήματα».
Δέντρα
Και αυτά καταγράφονται συνολικά δίχως αναφορά σε συγκεκριμένους ιδιοκτήτες.
Ελιές : 62 μόνον (ας το κρατήσουμε αυτό)
Αχλαδιές : 30
Συκιές : 20
Ροδιές : 8
Ζώα
Για διατροφή και παραγωγή προϊόντων, επίσης συνολικά καταγραμμένων.
Πρόβατα : 500
Γίδια : 250
Αγελάδες – βόδια : 30
Κυψέλες : 180
Ζώα που χρησιμοποιούνται μόνο για γεωργικές εργασίες:
Όνοι : 164
Άλογα : 18
Ζώα εργασίας γενικά και αόριστα : 96
Σύνολο φορτηγών και αροτριόντων ζώων : 278
4. Παραγωγή – προϊόντα
Στο κτηματολόγιο αυτό του 1704 δεν γίνεται καμιά αναφορά σε παραγωγές και προϊόντα, καθώς το συγκεκριμένο αρχειακό τεκμήριο δεν είναι φορολογικό κατάστιχο αλλά απογραφικό.
Συνεπώς, έμμεσα μόνο μπορούμε να προβούμε σε κάποιες εκτιμήσεις και όχι σε πραγματικά μεγέθη ως προς την παραγωγική εικόνα του τόπου.
Ο σημαντικός αριθμός γιδοπροβάτων και βοοϊδών δικαιολογεί μια παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων, που θα υπερκάλυπτε τις ανάγκες της αυτοκατανάλωσης και θα άφηνε περισσεύματα για εμπορευματοποίηση.
Από τις 180 κυψέλες, εξάλλου, (μάλλον μοναστηριακής κυριότητας) θα μπορούσε να παραχθεί ποσότητα μελιού ικανή όχι μόνο για τοπική κατανάλωση, αλλά κυρίως να διατεθεί στην ευρύτερη αγορά.
Ως προς την παραγωγή σιτηρών και δημητριακών, δεν μπορούμε να κάνουμε καμιά εκτίμηση, πέρα από το να υποθέσουμε εύλογα ότι η μεγάλη καλλιεργούμενη και καλλιεργήσιμη έκταση της περιοχής, που καταγράφεται στο κατάστιχο, θα απέδιδε ανάλογη παραγωγή σιτηρών.
Τα 685 σημ. στρ. αμπελιών, εξάλλου, με μια μέση συνολική απόδοση της τάξης των 68.000 περίπου οκάδων κρασιού, θεωρώ ότι δεν θα προοριζόταν μόνο για αυτοκατανάλωση, αλλά και για πώληση.
Όσο τώρα για την εικαζόμενη από τους μεταγενέστερους μεγάλη ελαιοπαραγωγή του Λιγουριού, ώστε να δικαιολογεί κατά μια ετυμολογία και το όνομά του, αυτό καταρρίπτεται από τον μικρό αριθμό των μόλις 62 ελαιοδέντρων της περιοχής. Είναι μάλιστα αμφίβολο αν η παραγωγή (πόση; 250-300 σημερινά κιλά;) επαρκούσε για την ελάχιστη αυτοκατανάλωση των κατοίκων. Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι δεν αναφέρεται η ύπαρξη ελαιοτριβείου στην περιοχή του Λιγουριού, αλλά και το γεγονός ότι σε ολόκληρο το τεριτόριο του Ναυπλίου λιοτρίβια καταγράφονται μόνο στους Φούρνους, στο Κρανίδι και στο Καστρί. Σημειωτέον ότι οι μεγάλοι ελαιώνες σε όλο το τεριτόριο καταγράφονται στις περιοχές: Άρια 6.863 ελαιόδεντρα, Δρέπανο 1.856 και Λουκαΐτη 1.300 ελαιόδεντρα.
Εντελώς διαφορετική ως προς την ελαιοκαλλιέργεια της περιοχής είναι η εικόνα που μας δίνουν οι οθωμανικές πηγές για τα τέλη της Β΄τουρκοκρατίας, δηλαδή για τα χρόνια πριν από την Επανάσταση του ’21· την εποχή εκείνη η περιοχή του Λιγουριού φέρεται να έχει περίπου 6.500 ελαιόδεντρα, ιδιοκτησίας ελλήνων και τούρκων, ενώ στο Ναύπλιο και στη γύρω περιοχή του (Άρια, Μεζρές κ. α.) υπάρχουν περίπου 12.000 ελαιόδεντρα, όλα όμως τούρκικης ιδιοκτησίας.
Οι περίφημοι, λοιπόν, ελαιώνες του Λιγουριού δεν πάνε πίσω στο μακρινό παρελθόν, αλλά ξεκινάνε να πυκνώνουν από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα.
Η υπόθεση αυτή, εξάλλου, επιβεβαιώνεται και από παλαιότερο οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο των μέσων του 16ου αιώνα, στο οποίο ορίζεται η φορολογία των προϊόντων της περιοχής με βάση την παραγωγή κάθε είδους· από εκεί προκύπτει ότι αυτά με σειρά παραγόμενης ποσότητας είναι: τα σιτηρά, τα όσπρια, το κρασί και ο μούστος, τα σκόρδα, το χοιρινό κρέας, μικρή ποσότητα μελιού και τελευταίο, ελάχιστο λάδι.
5. Οι άνθρωποι
Και ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τους ανθρώπους, γι’ αυτούς που καλλιεργούν τη γη και νέμονται τα παραγόμενα αγαθά.
Οι άνθρωποι καταγράφονται στο βενετσιάνικο κτηματολόγιο αλφαβητικά, αλλά με βάση το βαφτιστικό τους όνομα, όπως γενικευμένα ήταν η απογραφική τακτική της εποχής. Φυσικά, στο κατάστιχο περνάνε μόνο όσοι έλαβαν έστω και τον ελάχιστο κλήρο γης και όχι οι ακτήμονες, για τους οποίους, αν υπήρχαν, δεν γνωρίζουμε τίποτα. Οι παραχωρήσεις γίνονται στο όνομα του αρχηγού της οικογένειας (άντρα ή γυναίκας), σε μεμονωμένα άτομα και σε κάποιες περιπτώσεις αδιάκριτα σε ομάδες εποίκων.
Δεν παίρνουν όλοι ούτε τον ίδιο αριθμό αγροτεμαχίων, ούτε το ίδιο είδος (χωράφι ή αμπέλι) ούτε την ίδια έκταση γης· στους περισσότερους παραχωρούνται μόνο χωράφια, σε αρκετούς και τα δύο είδη γης, δηλαδή χωράφια και αμπέλια και σε λιγότερους μόνο αμπέλια.
Ως προς τον αριθμό των κατοίκων της περιοχής, ύστερα από υπολογισμούς και σε συνδυασμό με στοιχεία από άλλες αρχειακές πηγές καταλήγουμε στα ακόλουθα: Στις αρχές του 18ου αιώνα, δηλαδή γύρω στα 1700, στους οικισμούς Λιγουριό, Μπουλμέτι κατοικούν 121 οικογένειες, ντόπιοι και ξένοι (οι ξένοι υπερτερούν των ντόπιων), που αντιστοιχούν σε 423 ψυχές.
Η δημογραφική αυτή εικόνα του Λιγουριού διασταυρώνεται και επαληθεύεται εν μέρει και από μια άλλη σύγχρονη πηγή, τη βενετσιάνικη απογραφή του 1700 (Grimani), στην οποία απογράφονται: στο Λιγουριό 448 ψυχές (άτομα), που αντιστοιχούν σε 91 οικογένειες και στο Μπουλμέτι 49 ψυχές (9 οικογένειες), δηλαδή συνολικά 497 ψυχές (ή 100 οικογένειες). Το Λιγουριό είναι το τρίτο σε μέγεθος χωριό της Ναυπλίας με πρώτο το Ναύπλιο φυσικά (6.559), δεύτερο το Κρανίδι (1.002), και τέταρτο το Καστρί (408), ενώ όλοι οι άλλοι οικισμοί έχουν κάτω από 200 κατοίκους. Τα αποκλίνοντα ελαφρώς νούμερα ανάμεσα σε διαφορετικές, μολονότι σύγχρονες αρχειακές πηγές, δικαιολογούνται και από τον τύπο των πηγών και από τις πρωτόγονες απογραφικές μεθόδους. Τα μεγέθη πάντως είναι πάνω κάτω αυτά.
Όπως είπαμε στην αρχή οι γαίες της περιοχής μοιράστηκαν σε 202 μερίδες, κατά βάση οικογένειες δηλαδή. Η διαφορά που προκύπτει ανάμεσα στον αριθμό των κατόχων γης (202) και των κατοίκων της περιοχής (121 οικογένειες) είναι 81 οικογένειες ή άτομα. Πως εξηγείται αυτό;
Πρόκειται για οικογένειες ή άτομα, στους οποίους μολονότι τους παραχωρήθηκε γη στο Λιγουριό δεν διέμεναν στην περιοχή αυτή. Πράγματι, η επέκταση της έρευνας και στα αντίστοιχα κτηματολόγια των γειτονικών περιοχών (Διδύμων, Αδαμίου κ. α.) έδειξε ότι έποικοι, εγκατεστημένοι σε κοντινά χωριά, αλλά ακόμη και στην πόλη του Ναυπλίου (όπως λ. χ. ο κόμης Νικολός Ταρωνίτης) ή στους γύρω οικισμούς είχαν λάβει κτήματα στην περιοχή του Λιγουριού, καθώς επίσης και ότι κάποιοι κάτοικοι Λιγουριού ήσαν κάτοχοι γης και σε άλλες γειτονικές περιοχές. Η πρακτική αυτή ήταν συνηθισμένη τακτική της βενετικής διοίκησης, ώστε με τη μέθοδο του κατακερματισμού, αφ’ ενός να μη δημιουργούνται μεγαλοϊδιοκτήτες σε μια περιοχή, άρα ισχυρές οικογένειες, και αφετέρου να μειώνεται έτσι, όσο το δυνατόν, ο αριθμός των ακτημόνων.
Ας δούμε κάποιες περιπτώσεις «μεγαλοκτηματιών»: Ένας Γιάννης Πέρας παίρνει 17 διαφορετικά αγροτεμάχια συνολικής έκτασης 108 σημερινών στρεμμάτων). Η Μονή Αγ. Μερκουρίου κατέχει σε ενιαία έκταση 76 στρέμματα και 4 αμπέλια συνολικής έκτασης μόλις 4 στρ. Κάποιος Μιχάλης Στρουκέλης κατέχει 40 αγροτεμάχια συνολικής έκτασης 28 στρεμμάτων. Τέλος, μια έκταση γης 7.935 στρεμμάτων, μοιρασμένη σε 4 σημεία της περιοχής, έχει εκχωρηθεί από τους βενετούς σε μια ομάδα εποίκων, οικογενειών από την Εύβοια, με αρχηγό κάποιον Αλέξη Βερίση. Όπως διαπιστώνουμε όλοι αυτοί οι «μεγαλοϊδιοκτήτες» και αρκετοί άλλοι μικρότεροι, είναι ξένοι.
Αφού γνωρίζουμε, όπως είπαμε, ονομαστικά τους κατοίκους του Λιγουριού και των γύρω οικισμών του, ας δούμε, αν μπορούμε να εντοπίσουμε σημερινά οικογενειακά ονόματα Λιγουριωτών στα αναγραφόμενα στο κατάστιχο του 1704.
Ιδού τα συμπεράσματα: τα οικογενειακά ονόματα του 1704 είναι περίπου 150· τα περισσότερα από αυτά αφορούν μια μόνο οικογένεια, κι αυτοί είναι κυρίως οι ξενόφερτοι. Λιγότερες είναι οι περιπτώσεις όπου 2, 3, 4 και 5 οικογένειες φέρουν το ίδιο επώνυμο.
Από αυτά, λοιπόν, τα διαφορετικά 150 επώνυμα μόνο 15 μπόρεσα να ταυτίσω με επώνυμα που επιβιώνουν σήμερα στην περιοχή, είτε ως κανονικά οικογενειακά ονόματα είτε ως παρωνύμια (παρατσούκλια). Αλφαβητικά αυτά είναι τα ακόλουθα:
Βάλ(ρ)σαμος : 5 οικ. έχουν το επώνυμο αυτό στο κατάστιχο.
Γκοβάτσης : 1
Δελής ή Ντελής : 5
Καλούδης : 2
Καψάλης : 3
Καβαθάς : 1 στην Επίδαυρο
Κούβελας : 3
Κουτρούλης : 2 (παρ.)
Λιόσης : 1 αναφέρονται ως Αφοί Λιόση
Μανούρης : 1 (παρ.)
Νταλαβέρης : 1
Παπαγιάννης : 2
Σοφρώνης : 3
Στατεράς : 5
Τυροβολάς : 3
Κλείνοντας , ας δούμε και κάποια άλλα διαχρονικά δημογραφικά στοιχεία της περιοχής. Αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση, όπως αναφέρει ο περιηγητής Πουκβίλ, το 1715 στο Λιγουριό κατοικούσαν μόνο 150 άτομα, γεγονός ευεξήγητο και αναμενόμενο λόγω του προηγηθέντος πολέμου: άνθρωποι σκοτώθηκαν, αιχμαλωτίστηκαν ή μετοίκησαν.
Αν πάλι ανατρέξουμε σε προγενέστερους αιώνες, στην περίοδο της πρώτης τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα το 1566, οθωμανικό φορολογικό τεκμήριο απογράφει στο Λιγουριό 50 χανέδες, δηλαδή οικογενειακές εστίες, που αντιστοιχούν περίπου σε 230 άτομα συν 7 άγαμους, δηλαδή σύνολο 237. Τέλος, έναν αιώνα περίπου αργότερα, το 1646, άλλη οθωμανική πηγή καταγράφει στο Λιγουριό μόνο 35 χανέδες, δηλαδή γύρω στα 140 άτομα).
Εν κατακλείδι, από τα μέσα του 16ου αιώνα ως τις αρχές του 18ου η δημογραφική διακύμανση του Λιγουριού μπορεί να υπολογιστεί περίπου ανάμεσα σε 150 ελάχιστο και 500 μέγιστο αριθμό κατοίκων.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να κάνω μια αναφορά στην ετυμολογία του ονόματος του χωριού και να δικαιολογήσω, γιατί πιστεύω ότι η σωστή γραφή είναι Λιγουριό με ι κι όχι υ. Κατά καιρούς έχουν γίνει διάφορες προτάσεις ετυμολόγησης του ονόματος, τόσο από επαγγελματίες ιστορικούς όσο και από ερασιτέχνες ιστοριοδήφες, οι περισσότερες ευφάνταστες μεν, αλλά ανερμάτιστες.
Η άποψή μου είναι, ότι το όνομα είναι ανθρωπονυμικό και προέρχεται από τους Ligorio, παλαιά ναπολιτάνικη αρχοντική οικογένεια, σε μέλη της οποίας είχε παραχωρηθεί κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας περιοχή με κάστρο στο νότιο τμήμα της καστελανίας της Κορίνθου, όπου τότε υπαγόταν και η περιοχή Λιγουριού.
Η παλαιότερη γνωστή γραπτή μαρτυρία του ονόματος της περιοχής ανάγεται στο 1365, καταγραμμένη ως Leghorio ή Ligorio, είκοσι και πλέον χρόνια, δηλαδή, πριν από την έναρξη της Α΄βενετοκρατίας το 1388.