Τα Σταματέϊκα του Δήμου Επιδαύρου και ένα ποίημα για αυτά από την Βιργινία Σταματοπούλου. 

0
stamateika

Γράφει ο Β.Σταματόπουλος 

Το χωριό μας Σταματέϊκα βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Αραχναίο στην Αργολίδα και υπάγεται  στον Δήμο Επιδαύρου

Το όνομά του το πήρε από τους πρώτους κατοίκους που κατοίκησαν εκεί περίπου το 1815, με το όνομα Σταματόπουλος που κατέβηκαν από τα ορεινά μέρη της Αρκαδίας και ειδικότερα από τα χωριά Λεβίδι και Αλωνίσταινα.

Έχει υψόμετρο 450 μέτρα, και οι λιγοστοί κάτοικοι που ζουν εκεί, ασχολούνται με την κτηνοτροφία.

Το Δεκέμβριο του 2006, κατοικούσε μόνιμα μόνο 1 οικογένεια με συνολικό πληθυσμό 5 άτομα, ενώ το 1960 κατοικούσαν μόνιμα περίπου 85 άτομα.

Κατά μαρτυρία του Παύλου Σταματόπουλου στην δεκαετία του πενήντα ζούσαν 18 οικογένειες με 105 άτομα.

Η κυρία Βιργινία Σταματοπούλου  κόρη του Χρήστου Στματόπουλου και εγγονή του Γεωργίου Σταματόπουλου (Κοκόσης) αφιερώνει στην ομάδα του χωριού μας ΣΤΑΜΑΤΕΪΚΑ ένα ποίημα αριστούργημα που έγραψε η ίδια εκφράζοντας την αγάπη της για το χωριό μας και με τον οικογενειακό συναισθηματισμό της καταφέρνει να μας ταξιδέψει πολλά χρόνια πίσω και να μας θυμίσει τα δύσκολα άλλα αγνά εκείνα χρόνια .

Βιργινία σε ευχαριστούμε θερμά.

ΣΤΑΜΑΤΕΪΚΑ

Ποίημα

1. Στέκει σαν αετοφωλιά

μπηγμένη μες στο βράχο

χωριό μικρό και φτωχικό

στην ερημιά μονάχο!

2.Καμπάνα δεν ακούγεται

παπάς εκεί δεν ψέλνει

μόνο γροικάς τον ψίθυρο

που ο αέρας φέρνει.

3.Τροκάνια από πρόβατα

και του βοσκού φλογέρα,

έρχονται σα φαντάσματα

στο βραδινό αέρα…

4.Νάτο το σπίτι του παππού

γερμένο από τα χρόνια

στέκεται μες στη σιγαλιά

χωρίς παιδιά κι εγγόνια…

5.Τους τοίχους του χτίσανε

Λαγκαδινοί μαστόροι

για να ‘χει κάστρου αντοχή

μέσα στο ξεροβόρι…

6.Τώρα λαβώθηκε βαριά

απ’ του καιρού το διάβα

γέρνει σαν τη ξερολιθιά

και τη σβηστή λαμπάδα…

7.Πού’ναι το κλήμα, οι μυγδαλιές

οι φουντωτές ελίτσες;

Πού’ ν τα λουλούδια που’ ψαχνα

να βρω τις πασχαλίτσες;

8.Πού’ ναι ο φούρνος της γιαγιάς

να ρίξει τα καρβέλια;

Πού’ ναι η ρόκα, το σκαμνί

τα χωρατά, τα γέλια;

9.Δίπλα στο τζάκι, στη φωτιά

μου’ λεγε παραμύθι

μετά το μύλο μου’ δινε

ν ‘αλέσω το ρεβίθι…

10.Δίπλα καθόταν ο παππούς

με γυριστό μουστάκι

γέμιζε το τσιμπούκι του

πάνω στο τραπεζάκι…

11.Βρύση δεν είχε, ούτε φως

νερό απ’ το κανάτι…

Στον τοίχο λάμπα έφεγγε

άχυρα στο κρεβάτι…

12.Όταν ο ήλιος πρόβαλε

λαλούσαν τα πουλάκια

κι απ’ τη φωλίτσα της σκεπής

βγαίναν χελιδονάκια…

13.Να το ! ίσα που φαίνεται

και το παλιό αλώνι!

Έσφυζε τότε από ζωή

κανείς πια δε ζυγώνει…

14.Όλοι περάσαν από δω,

παππούς, γιαγιά, πατέρας

σαν τις φωνές τους αγροικώ

να φέρνει ο αγέρας…

15.Τους μαύρους τοίχους προσκυνώ

σαν σε παλιό ξωκκλήσι

Παλιό μου σπίτι του παππού

πόσα μου ‘χεις αφήσει!

16.Γραμμένα μέσα στο μυαλό

απείραχτα απ’ τα χρόνια,

τα γράφω να τα μάθουνε

παιδιά, νύφες κι εγγόνια…

Βιργινία Σταματοπούλου

Αύγουστος 2022

Αφήστε μια απάντηση