“Αγαμέμνων” στην Επίδαυρο: Για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο ρηξικέλευθος Ούλριχ Ράσε (video).
Η Επίδαυρος έχει φιλοξενήσει αρκετές παραστάσεις που απομακρύνθηκαν αισθητά από αυτό που επιγραμματικά ονομάζεται “τυπικό ανέβασμα” τραγωδίας˙ η τελευταία ήταν μόλις φέτος, με την “Άλκηστη” του Ευριπίδη από τον Γιόχαν Σίμονς και το θίασο Schauspielhaus Bochum. Η παράσταση που πρόκειται να κάνει παγκόσμια πρεμιέρα στις 22 και 23 Ιουλίου, αναμένεται επίσης ξεχωριστή, και ίσως κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί στην αργολική ορχήστρα ή σε άλλη ελληνική σκηνή. Πρόκειται για τον “Αγαμέμνονα” του Αισχύλου, που θα σκηνοθετήσει ο Ούλριχ Ράσε, ένας από τους πλέον δυναμικούς σκηνοθέτες του σύγχρονου γερμανικού θεάτρου, με το Residenz Theater του Μονάχου.
ραβευμένος με το Βραβείο Τέχνης της Ακαδημίας Τεχνών του Βερολίνου (2013), ο Ράσε γεννήθηκε στο Μπόχουμ το 1969, και είχε την τύχη να λάβει αρκετά δημιουργικά ερεθίσματα, τόσο από τη θεατρική δραστηριότητα της γενέτειράς του όσο και από το κοντινό Βούπερταλ, έδρα της εμβληματικής χορογράφου Πίνα Μπάους, η οποία επηρέασε την καλλιτεχνική του ταυτότητα. Ο ίδιος έχει παραδεχτεί ότι η αγάπη του για το χορό και το χοροθέατρο τον έστρεψε στο αρχαίο δράμα, καθώς πρόκειται για το είδος όπου συναντιούνται ο λόγος, η μουσική και η όρχηση – γι’ αυτό και ανεβάζει συχνά, μεταξύ άλλων, έργα των Ελλήνων τραγικών ή νεότερα που εμπνέονται από τους ελληνικούς μύθους: “Επτά επί Θήβας-Αντιγόνη”, “Βάκχες”, “Πέρσες”, “Οιδίποδας”, “Ηλέκτρα”. Και είναι αυτή η μοναδική συνένωση τεχνών και η παρουσία Χορού που τον οδήγησε στην ανάπτυξη ενός προσωπικού σκηνικού κώδικα, που αποσκοπεί στη δημιουργία εκστατικής, μανιώδους ατμόσφαιρας˙ ενδεικτικά, όταν παρουσίασε τον “Οιδίποδα” στο Deutsches Theater του Βερολίνου, ο Τύπος έκανε λόγο για θεατές που καταφτάνουν στην αίθουσα σαν “προσκυνητές σε κλαμπ με μουσική techno”.
Όπως θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε στον “Αγαμέμνονα”, που θα παιχτεί από έναν δεκαμελή θίασο πάνω σε περιστρεφόμενες πλατφόρμες, στις παραστάσεις του Ράσε γίνεται ιδιαίτερη χρήση της σκηνογραφικής τεχνολογίας, κυριαρχούν τα μηχανοκίνητα σκηνικά, οι έντονοι φωτισμοί, η συνεχής, συνήθως κυκλική κίνηση και η ρυθμική ομιλία. “Πίσω απ’ αυτά, κρύβεται η αναζήτησή μου για τον τρόπο με τον οποίο μπορούν οι ηθοποιοί να γίνουν και χορευτές”, έχει εξηγήσει ο ίδιος. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, το σχόλιο πως η μηχανοκίνητη όψη του “Αγαμέμνονα” συγκεκριμένα αφορά και τη σύνδεση του αρχαίου δράματος με το σήμερα˙ όχι στο επίπεδο του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού του, αλλά στον τρόπο με τον οποίο απεικονίζει την ανθρώπινη απελπισία, τη βία της (όποιας) εποχής, μέσα από την κοπιώδη προσπάθεια των ηθοποιών να κινηθούν πάνω στις πλατφόρμες: “σαν ένας “κακός” θεός να μας έχει τοποθετήσει σε αυτά τα σκηνικά και εμείς πρέπει να βρούμε τρόπο να επιβιώσουμε”, δήλωσε στη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε τον προηγούμενο μήνα ενόψει της παράστασης.
Χωρίς κάποια απόπειρα επικαιροποίησης, ο Ράσε θα διαβάσει την τραγωδία του Αισχύλου ως έναν ανοιχτό χώρο διαλόγου και ιδεών, που φιλοξενεί κρίσιμα θέματα που συζητάμε μέχρι σήμερα, όπως αυτό του πολέμου: τα αίτιά του –εύλογα ή όχι, φανερά και μη–, τα λάθη που βρίσκονται πίσω από κάθε πόλεμο, το αντίκρισμά του σε όσους έμειναν πίσω, οι επιπτώσεις του στο σώμα της κοινωνίας, ακόμη κι αν πρόκειται για την κοινωνία των νικητών. Επίσης, στην Επίδαυρο θα δούμε μια “μουσικοποίηση της σκηνής”, με τη μουσική του στενού συνεργάτη του Ράσε, Νίκο βαν Βερς (εκτελεσμένη σε κρουστά, ένα αρχαϊκό όργανο που δεν χρειάζεται ενίσχυση για να ακουστεί) να εκτελεί χρέη πρωταγωνίστριας. Μέσα στην ορχήστρα, θα στηθούν μια περιστρεφόμενη σκηνή και ένα μεγάλο στοίχημα, καθώς για πρώτη φορά ο Ράσε (που υπογράφει και τα σκηνικά) καλείται να ανεβάσει παράσταση σε ανοιχτό θέατρο με αμφιθεατρική διάταξη, και όχι σε μια κλειστή, ιταλικού τύπου σκηνή, όπως συνήθως. “Επισκέφτηκα το θέατρο πέρυσι το καλοκαίρι και προσπάθησα να συνδέσω την αρχιτεκτονική του με τη σκηνοθεσία μου˙ τελικά, διαπίστωσα πως δεν χρειάστηκαν μεγάλες αλλαγές. Τόσα χρόνια ασχολούμαι με το ρυθμό, την κίνηση και με τα αρχαία ελληνικά κείμενα και τώρα θα βρεθώ στο χώρο για τον οποίο δημιουργήθηκαν, συνοψίζοντας, κατά κάποιον τρόπο, ένα έργο ετών“.