Κριτική : «γάλα, αίμα – με αφορμή τη Μήδεια» από την “Μικρή Επίδαυρο”.

0

Το θεατρικό έργο “γάλα, αίμα” της Αλεξάνδρας Κ*, θα παρουσιάστικε στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου στις 16 & 17 Ιουλίου. Ένα κείμενο εμπνευσμένο από την αρχαία τραγωδία Μήδεια, με την ιδιαίτερη πένα της συγγραφέως και την σκηνοθετική επιμέλεια του Γιάννου Περλέγκα παίρνει σάρκα και οστά στο πλαίσιο του νέου κύκλου Contemporary Ancients του Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου.

Παρόλο που περπάτησε σε εντελώς αντίθετους δρόμους, οδηγήθηκε –αναπόφευκτα- στον ίδιο άστοχο προορισμό και αποτέλεσμα, διασπώντας τη δεμένη σε πλοκή και ψυχολογία τραγωδία. Και λέω αναπόφευκτα γιατί είναι το κείμενο το ίδιο που οδήγησε την παράσταση στα αισθητικά και ιδεολογικά αδιέξοδά της. Και τα δύο φαινομενικά διαφορετικά παραδείγματα συναινούν σε ένα βασικό συμπέρασμα: στη δυσκολία πρόσληψης και ένταξης της τραγωδίας, της βαρύτητας και της ποιότητας του λόγου της και αισθητικής της, σε ένα σύγχρονο θεατρικό έργο με άμεση αναγωγή στην εποχή μας.

Η Αλεξάνδρα Κ* τοποθέτησε την πλοκή στην ελληνική επαρχία του 1958, δημιουργώντας μας έτσι και το πρώτο μεγάλο ερωτηματικό: τo 1958 φαντάζει μακρινό από το 2021, οπότε αυτοκαταργείται η σύγχρονη αναγωγή του έργου. Για ποιο σημερινό δράμα, για ποια σύγχρονη προβληματική να μιλήσουμε λοιπόν όταν το 1958 είναι εξίσου μακρινό; Και ποια σοβαρή καταγραφή της θέσης της γυναίκας μπορεί να γίνει για το 1958, βασισμένη όχι στην έρευνα ή έστω στην εμπειρία, αλλά σε μια απροσδιόριστη ρομαντική διάθεση και κλισαρισμένες εικασίες; Και αν προσθέσεις σε αυτόν τον προβληματισμό και την απόδοση του λόγου με αφελείς μελοδραματισμούς, ευκολότατους αφορισμούς και εύπεπτα λογίδρια μέσων μαζικής δικτύωσης (χαρακτηριστική η σκηνή που η ηρωίδα/Ξένη νουθετεί τις κόρες της) ή την αναγκαστική αναγωγή του έργου σε προηγούμενα της ελληνικής γραμματείας (ο ορισμός των παιδιών ως κορίτσια αυτόματα ανακαλεί στο μυαλό τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη), τότε μπορείς να καταλάβεις γιατί τελικά η παράσταση μένει μετέωρη παρά τις σκηνοθετικές παρεμβάσεις που έρχονται να δράσουν πυροσβεστικά αλλά χωρίς επιτυχία στα ιδεολογικά εγκαύματά της. Η Ξένη/Μήδεια εδώ (σε αντίθεση με την τραγική Μήδεια), ψάχνει να βρει τον ρόλο της μέσα στους ίδιους τους θεσμούς της κοινωνίας, δείχνει να επιθυμεί να πάρει τη θέση του άντρα (φοράει τα ρούχα του πατέρα και του άντρα της, κλείνει συμφωνίες σαν «άντρας προς άντρα») και στηρίζεται στην ευκολία της εν συνόλω απόρριψης του έτερου φύλου, υπακούοντας πλήρως στη λεγόμενη και αποπροσανατολιστική «πάλη των δύο φύλων». Έτσι, το έργο απομακρύνεται από την εμβάθυνση των ζητημάτων που θίγονται και καταλήγει μια άτολμη κοινή επανάληψη κούφιων τσιτάτων και στερεότυπων (κακός άντρας vs καλής γυναίκας), και τελικά σε μια απλουστευμένη ηθογραφικού χαρακτήρα καταγραφή της Μήδειας/Ξένης, του Άντρα της, της Μάνας του.

Κάτω από αυτό το πρίσμα η δυσκολία που αντιμετώπισε ο Γιάννος Περλέγκας είναι προφανής. Το ίδιο το έργο, τον οδήγησε σε ένα ακόμη ανέβασμα μιας παράστασης Λορκικής ατμόσφαιρας υπαίθρου, προσπαθώντας με τα τεχνικά στοιχεία της παράστασης (σκηνικά και κοστούμια από τη Λουκία Χουλιάρα, φώτα από τον Τάσο Παλαιορούτα) να δρουν οι ήρωές του με φυσικότητα σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Επιχείρησε να αναδείξει αυτή τη σύγκρουση αντρικών και γυναικείων προτύπων, επενδύοντας στην ανταλλαγή των εγκεφαλικών χαρακτηριστικών του φύλου (όπως για παράδειγμα στην πρώτη σκηνή Ξένης-Άντρα της) αλλά και πάλι σκόνταψε στην αδύναμη συναρμολόγηση των δραματουργικών στοιχείων του έργου. Μεγάλο του όπλο η μουσική που προσπάθησε να καλύψει όλα αυτά τα κενά με εύστοχες μουσικές επιλογές από τα δημοτικά και τα ρεμπέτικα, ερμηνευμένα άψογα από το σύνολο των ηθοποιών και παιγμένα από τους Στράτο Γκρίντζαλη (ο οποίος είχε και την μουσική επιμέλεια) και τον Τίμο Ντέμο. Ήταν απόλυτα σοφό να επενδύσει στην ίδια τη λαϊκή μας παράδοση, δίνοντας σωτήριο χρώμα σε μια παράσταση που το είχε τόσο ανάγκη παρόλο που στην τελική αποτίμηση η μουσική μοιάζει να επιβλήθηκε της παράστασης, καλύπτοντας σε αρκετά σημεία τους ερμηνευτές.

Τα μεγάλα ατού της παράστασης ήταν αναμφισβήτητα η Έλενα Τοπαλίδου και η Σύρμω Κεκέ. Γιατί η Έλενα Τοπαλίδου ξέφυγε με την αιθέριά της, σχεδόν απόκοσμη, σαν ξωτικό, ερμηνεία της από το προφανές της παράστασης. Η παράσταση, με την ερμηνεία της, αποκολλάται από τη μονοσήμαντη διάστασή της, Ήταν μια Ξένη/Μήδεια που βυθισμένη στην απόγνωση, ύψωνε ανάστημα σε όλα τα επίπεδα ανάγνωσης και θα τολμήσω να πω ήταν μια Ξένη/Μήδεια κόντρα στην ίδια τη φύση της παράστασης. Η Σύρμω Κεκέ, είναι σταθερή ερμηνευτική αξία, ένα μεγάλο όπλο στα χέρια όποιου σκηνοθέτη την επιλέξει, με ύψιστο σκηνικό εκτόπισμα, χωρίς μανιέρες και ευκολίες αναπλάθει «ήθη» και χαρακτήρες. Δυστυχώς ο Μιχάλης Τιτόπουλος χρεώνεται μια άτυχη στιγμή στην καριέρα του, μην κατορθώνοντας να προσεγγίσει τις αντιθετικές δυνάμεις που συνθέτουν εδώ δραματουργικά τη φύση του Άντρα της και σκοντάφοντας στη διαχείριση του ρόλου μέσα στα θορυβώδη ξυλοπάπουτσά του. Όμορφες φιγούρες τα δυο κορίτσια Λήδα Κουτσοδασκάλου και Αλίκη Γεωργίου, ανταποκρίνονται στο απόκοσμο και ιδεατό της δραματουργικής τους ύπαρξης σε μια διαλεκτική ηθική σχέση με τη Μητέρα τους. Με επάρκεια οι Μάγδα Καυκούλα και Γιώργης Βασιλόπουλος, συνεπής ο ίδιος Γιάννος Περλέγκας στον ρόλο του πατέρα της νέας νύφης.

Παρακολουθώντας την εξέλιξη της πλοκής στην παράσταση είναι η αλήθεια ότι ευχόμουν να έχει ένα διαφορετικό τέλος από την τραγωδία, ώστε να δικαιώσει τη θέση της και την προσφορά της στη νέα ελληνική δραματουργία. Η Ξένη να μη σκότωνε τα παιδιά της. Να τα άφηνε να ζήσουν, να δουν, να μάθουν. Και να δώσουν μια νέα προοπτική στο μέλλον. Ότι αυτές δεν θα αφήσουν, δεν θα γίνουν Μήδειες, δε θα γίνουν ξένες, θα γίνουν γυναίκες ίσες με άντρες, στη δουλειά, στην οικογένεια, στην κοινωνία. Αυτό ίσως έδινε και έναν στόχο στο ίδιο στο έργο, ένα όραμα που ακολούθησε. Αλλά όχι. Και εδώ η Ξένη σκότωσε τα παιδιά της, ενώ η ίδια δεν ανεβαίνει σε κανένα άρμα του Ήλιου, σκορπώντας παντού γύρω της τον θάνατο. Σκοτάδι δηλαδή παντού, και πριν και τώρα και αύριο. Και αυτή η ανυπαρξία της Ανατολής, η απουσία της αχτίδας φωτός, είναι ίσως η χειρότερη επίγευση της παράστασης.

Αφήστε μια απάντηση