«Ιχνευταί»: Κραουνάκης και Μουτούση κράτησαν καθηλωμένο το κοινό (φώτο-video).
Eίναι σίγουρο ότι όσοι βρέθηκαν στην Επίδαυρο το Σαββατοκύριακο, ήρθαν με μεγάλη περιέργεια και άλλη τόση προσδοκία. Γιατί δεν ξέρω πόσοι από τους 2.000 περίπου θεατές της Παρασκευής στην Επίδαυρο -ανάμεσά τους και ο λοιμωξιολόγος Σωτήρης Τσιόδρας-, είχαν δει την προηγούμενη παρουσίαση (το 2010 σε σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη) του σπανίως παιζόμενου έργου του Σοφοκλή «Ιχνευταί». Πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο σε έκταση σωζόμενο σατυρικό δράμα από το οποίο έχουν φτάσει ως εμάς μερικοί μόνο στίχοι του, και ανακαλύφθηκε το 1907 σε πάπυρο, στην αιγυπτιακή πόλη της Οξυρρύγχου.
Το 2021 (εξ αναβολής από το 2020) ήταν ο σκηνοθέτης Μιχαήλ Μαρμαρινός που αποφάσισε να καταπιαστεί μ’ αυτή τη γοητευτική ιστορία, που πολύ μοιάζει με παραμύθι, που έχει κακούς αλλά και καλούς, ξωτικά και αερικά, νύμφες και θεούς, στο Φεστιβάλ Αθηνών και στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου. Μια επιλογή που δεν έκανε καμία εντύπωση σε όσους παρακολουθούν τη διαδρομή του Μιχαήλ Μαρμαρινού όλα αυτά τα χρόνια και την επιθυμία του να γνωρίζει και να μας γνωρίζει άγνωστα πεδία του θεάτρου κάθε εποχής, κάθε μορφής, κάθε μέρους του πλανήτη.
Την ορχήστρα και έναν μεγάλο χώρο πίσω της, κάλυπτε ένα λευκό δάπεδο και μερικά φυτά άναρχα τοποθετημένα, αφού ο τόπος που «διαδραματίζονται τα γεγονότα του έργου είναι το χλοερό, υλώδες και ένθηρον όρος Κυλλήνη (γνωστό σήμερα και ως Ζήρεια) στην Αρκαδία», όπως μας ενημερώνει στην κατατοπιστικότητατη έκδοση-πρόγραμμα του Φεστιβάλ για την παράσταση ο καθηγητής Σταύρος Τσιτσιρίδης. Πάνω από αυτόν τον τόπο από πάνω αιωρείται ένα χρυσό στεφάνι, που λικνίζεται ελαφρά από το μελτεμάκι.
Είναι αυτό που θα τάξει, λίγο αργότερα, ως ανταμοιβή ο Απόλλων (Χάρης Φραγκούλης) στον Σιληνό (Σταμάτη Κραουνάκη) και τους Σάτυρους, εφόσον βρουν τα βόδια του που τα έχει χάσει. Ο Απόλλων βρίσκει τα βόδια του (του τα βρίσκουν οι Σάτυροι και ο Σιληνός δηλαδή), που τα έχει κλέψιε ο σκανταλιάρης Ερμής (ο καταπληκτικός λυρικός τραγουδιστής Steve Katona), και όλοι εμείς οι υπόλοιποι βρίσκουμε τη μουσική, μέσα από τον ήχο της λύρας, αυτής που εφηύρε ο Ερμής όταν ήταν μωρό για να παίζει. Και δεν τίποτ’ άλλο πέρα από το καβούκι μιας νεκρής χελώνας, που κάλυψε με δέρμα βοδιού και έβαλε και αντεράκια για χορδές!
Είναι όλα αυτά που μας εξιστορεί η νύμφη Κυλλήνη (η καθηλωτική Αμαλία Μουτούση) στο πιο καθοριστικό σημείο της πλοκής αυτού του σατυρικού δράματος, σε μια άκρως θεατρική σκηνή με εντυπωσιακούς φωτισμούς. Είναι ένα γοητευτικό παραμύθι για τον τρόπο που η μουσική έφτασε στους ανθρώπους και διαμόρφωσε τα ήθη και τον πολιτισμό τους.